Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λυγερός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λυγερός, επίθ.· λυγηρός.
  • Ευλύγιστος, κομψός, ωραίος:
    • νέα, ξανθή και λυγερή ήτον αγγελικάτη (Δεφ., Σωσ. 25
    • την λυγερήν … την χήνα (Πουλολ. 130
    • (πιθ. ειρων.):
      • αυτός ο λυγηρός ο 'τσαλοπεριπάτης (Προδρ. IV 551 (έκδ. ‑γι‑)).
  • Το θηλ. ως ουσ. = νέα γυναίκα, κοπέλα (συν.) ευλύγιστη, ωραία:
    • (Διγ. Esc. 181
    • εκεί 'δα νέους και λυγερές (Απόκοπ. 467· Πανώρ. Έ 412
    • (σε προσφών.):
      • ωσάν να σπέρνεις, λυγερή, βασιλικά στην γάστραν (Ερωτοπ. 157).
  • (Σπανιότ.) το αρσ. ως ουσ. = προκ. για νεαρό άνδρα (σε προσφών.):
    • Καλημέρα, λυγηρέ! πώς είστε; καλά 'στε; (Mevlānā 3).

[<ουσ. λυγέα + κατάλ. ‑ερός. Ο τ. στο Du Cange App. (λιγη‑). Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λυγερός -ή -ό [lijerós] Ε1 : ευλύγιστος και λεπτός. || (κυρ. για πρόσ.): Λυγερή μέση / κορμοστασιά. || (λαϊκότρ. ως ουσ.) η λυγερή, νέα και ωραία γυναίκα.

[μσν. λυγερός < λυγηρός με τροπή του άτ. [ir > er] < λυγ(έα) (< αρχ. λυγ(ός) (δες στο λυγαριά) -έα) -ηρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες