Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λούστρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λούστρος 1 ο [lústros] Ο18, Ο18α : 1. πλανόδιος στιλβωτής παπουτσιών: Παλαιότερα, έβλεπες τους λούστρους με τα κασελάκια τους στη σειρά να περιμένουν πελάτη. 2. (μτφ.) άνθρωπος κατώτερος κοινωνικά, χωρίς τρόπους, ανυπόληπτος: Mάθε πρώτα τρόπους, βρε λούστρο, κι ύστερα έλα να μιλήσεις μαζί μου. λουστράκος ο YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[λούστρο -ς· λούστρ(ος) -άκος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go