Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λούσιμο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λούσιμο το [lúsimo] Ο50 : 1. το πλύσιμο, κυρίως του κεφαλιού ή όλου του σώματος, με νερό και με σαπούνι (ή με άλλο μέσο): Mη βγαίνεις έξω μετά το ~, γιατί θα κρυώσεις. Kόψιμο και ~ των μαλλιών στο κομμωτήριο. 2. (μτφ., οικ.) η εκτόξευση μεγάλου αριθμού από βρισιές, το έντονο βρίσιμο: Tον πέτυχα στο δρόμο και του τράβηξα ένα ~ που θα το θυμάται.

[μσν. λούσιμον < λουσ- (λούζω) -ιμον]

[Λεξικό Κριαρά]
λούσιμον το.
  • α) Πλύσιμο· (εδώ μεταφ.) εξαγνισμός, κάθαρση:
    • λούσιμον των αμαρτιών (Χριστ. διδασκ. 259
  • β) πλούσια χορήγηση:
    • μας έσωσε (ενν. ο Θεός), διά μέσου του λουσίματος … του Αγίου Πνεύματος (αυτ. 30).

[<αόρ. του λούω + κατάλ. ‑ιμον. Η λ. στο Somav. και σήμ. (‑ο)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες