Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λούνω· λούννω.
-
- I. (Ενεργ.) λούζω· βρέχω, μουσκεύω·
- φρ.
- (1) λούννουμ με τα δάκρυα = κλαίω πολύ:
- (Κυπρ. ερωτ. 786)·
- (2) λούνω κάπ. τα κλάματά του = κάνω κάπ. να κλαίει πολύ:
- (Κυπρ. ερωτ. 11822).
- (1) λούννουμ με τα δάκρυα = κλαίω πολύ:
- φρ.
- IΙ. (Μέσ.)
- α) λούζομαι, κάνω λουτρό:
- το θερμόν επέδιδε και λούνετον η κόρη (Αχιλλ. L 529)·
- β) φρ. λούνομαι τα κλάματα = κλαίω πολύ:
- (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 221).
- α) λούζομαι, κάνω λουτρό:
[<αόρ. του λούω αναλογ. με τα ρ. σε ‑νω. Η λ. στο Meursius (‑ειν) και σήμ. ιδιωμ.]
- I. (Ενεργ.) λούζω· βρέχω, μουσκεύω·



