Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λούζω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λούζω [lúzo] -ομαι Ρ2.1 : 1. πλένω με νερό και σαπούνι (ή άλλο μέσο) κυρίως το κεφάλι ή όλο το σώμα, κάνω μπάνιο: Θα λουστείς ολόκληρος ή θα λούσεις μόνο το κεφάλι σου; Tα μαλλιά μου είναι λιπαρά και τα ~ κάθε δυο μέρες. Έχει να λουστεί ένα μήνα. Bγήκε έξω λουσμένος και κρυολόγησε. || Λούστηκε στα καθαρά νερά της λίμνης / του ποταμού, μπήκε και κολύμπησε. 2. (μτφ.) α. βρέχω, περιλούζω με άφθονο νερό ή με άλλο υγρό, μουσκεύω: Ήρθε ένα μεγάλο κύμα και μας έλουσε όλους. || ΦΡ λούζομαι στον ιδρώτα, ιδρώνω πάρα πολύ: Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα από την αγωνία / το φόβο / τον πυρετό / την προσπάθεια. με κόβει / με λούζει κρύος ιδρώτας*. λούζομαι στο αίμα, διαβρέχομαι με αίμα (από τραυματισμό, από φόνο). β. για άφθονο, άπλετο φως: Xωριό / σπίτι / λιβάδι λουσμένο στον ήλιο / στο φως του ήλιου. Hθοποιός / τραγουδιστής λουσμένος στο φως των προβολέων. γ. μαλώνω, βρίζω κπ. έντονα, εκτοξεύω αλλεπάλληλες βρισιές: Ήμουν έτοιμος να τον λούσω (με βρισιές) αλλά μπήκε στη μέση ο αδερφός μου. ΦΡ τον έλουσε πατόκορφα*. δ. (οικ.) υφίσταμαι, παθαίνω κτ.: Ό,τι κατηγορούσε, τα λούστηκε. Tον λούστηκα τρεις ολόκληρες ώρες, αναγκάστηκα να τον υποστώ.

[μσν. λούζω < αρχ. λού(ω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. λουσ-]

[Λεξικό Κριαρά]
λούζω,
βλ. λούω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες