Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοχίας ο [loxías] Ο3 : (στρατ.) βαθμός υπαξιωματικού του στρατού ξηράς, ανώτερος από το δεκανέα και κατώτερος από τον επιλοχία: ~ σιτιστής / υπηρεσίας. ~ ΕΠY, εθελοντής πενταετούς υποχρέωσης.
[λόγ. λόχ(ος) -ίας]