Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοφώδης -ης -ες
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοφώδης -ης -ες [lofóδis] Ε11 : 1. που έχει πολλούς λόφους: ~ περιοχή / έκταση. 2. που μοιάζει με λόφο: Λοφώδες ύψωμα.

[λόγ. < αρχ. λοφώδης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες