Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοφοσειρά
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοφοσειρά η [lofosirá] Ο24 : λόφοι διατεταγμένοι έτσι ώστε να σχηματίζουν μια σειρά: Mεταξύ των δύο πεδιάδων παρεμβάλλεται μια ψηλή ~.

[λόγ. λόφ(ος) -ο- + σειρά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες