Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουόμενος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουόμενος -η -ο [luómenos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) ο λουόμενος, αυτός που κάνει μπάνιο, κυρίως στη θάλασσα: Στις ακτές υπάρχουν εγκαταστάσεις για λουομένους. Tο λιμεναρχείο προειδοποίησε τους λουομένους για την εμφάνιση καρχαρία στην περιοχή.

[λόγ. < μπε. του αρχ. ρ. λούω (λούομαι) `λούζομαι΄ σφαλερή αλλ. της σημ., μτφρδ. γαλλ. baigneur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go