Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λουτρός ο.
-
- 1) Τόπος πλυσίματος, λουτρό:
- Ώρισαν ουν οι ιατροί απέρχεσθαι αυτόν εις τον λουτρόν και λούεσθαι (Σπανός D 1783).
- 2) Πλύσιμο, μπάνιο:
- (Ιατροσόφ. 9116).
[<ουσ. λουτρόν με αλλαγή γένους. Η λ. στο Somav.]
- 1) Τόπος πλυσίματος, λουτρό:



