Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουτρόπολη η [lutrópoli] Ο33 : οικισμός χτισμένος κοντά σε ιαματικές πηγές ή κοντά σε ακτές θάλασσας, λίμνης ή ποταμού: Tο Λουτράκι είναι μια από τις γνωστότερες λουτροπόλεις.
[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + πόλ(ις) -η]



