Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουτρόπολη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουτρόπολη η [lutrópoli] Ο33 : οικισμός χτισμένος κοντά σε ιαματικές πηγές ή κοντά σε ακτές θάλασσας, λίμνης ή ποταμού: Tο Λουτράκι είναι μια από τις γνωστότερες λουτροπόλεις.

[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + πόλ(ις) -η]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go