Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λουτροκαμπινέ το [lutrokabiné] Ο (άκλ.) & λουτροκαμπινές ο [lutroka binés] Ο13 : λουτρόI στο οποίο υπάρχει και λεκάνη αποχωρητηρίου: Nοικιάζεται διαμέρισμα με δύο δωμάτια, σάλα και ~.
[λόγ. λουτρ(όν) -ο- + καμπινές και ουδ. άκλ. κατά τα άλλα άκλ. απροσάρμοστα δάνεια)]



