Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουσάτος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουσάτος -η -ο [lusátos] Ε3 : 1. (για πρόσ.) που είναι ντυμένος και καλλωπισμένος φροντισμένα, εντυπωσιακά και συχνά με πολυτέλεια: Εμφανίστηκε ~ και αεράτος. 2. (για πργ.) που είναι κατασκευασμένος με πολυτέλεια, με πλούσια και εντυπωσιακή διακόσμηση· φιγουράτος: Λουσάτο σπίτι / ρούχο / αυτοκίνητο.

[λούσ(ο) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go