Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουμπίνα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουμπίνα η [lubína] Ο25α : (λαϊκ.) ο παθητικός ομοφυλόφιλος. || και ως βρισιά.

[ίσως λούμπ(εν) -ίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
Λουμπινάριος ο,
βλ. Λουπινάριος.
[Λεξικό Κριαρά]
λούμπινας ο.
  • Λούπινο:
    • λούμπινους πινάκια γ’ (Βαρούχ. 4145).

[<ουσ. λουπίνος ο (Meursius) ή <ουσ. λουμπινάρι (<λουπινάρι) υποχωρ. Η λ. και τ. λούμπουνας και λύμπινας σήμ. κρητ. (Κουκουλές, Αθ. 49, 1939, 127, Πιτυκ., λ. ουνας, Meyer, NS III 39, Φραγκάκι 1969: 135)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες