Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουλούδισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουλούδισμα το [lulúδizma] & λουλούδιασμα το [lulúδjazma] Ο49 : το αποτέλεσμα του λουλουδίζω. α. η άνθηση: Tο ~ των αγρών / των λιβαδιών. β. (μτφ.) η ακμή, η ευτυχία.

[λουλουδισ- (λουλουδίζω), λουλουδιασ- (λουλουδιάζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες