Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουλουδιάζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λουλουδιάζω.
  • α) Ανθίζω, βγάζω λουλούδια:
    • λουλουδιάζ’ η γης κι άνθη πληθαίνου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Χορ. ά [31]
  • β) (μεταφ.) γίνομαι όμορφος σαν λουλούδι:
    • οχ τα γλυκοφιλήματα ανθεί και λουλουδιάζει (Εκατόλ. 49).

[<ουσ. λουλούδι + κατάλ. ‑ιάζω. Μτχ. λουλουδιασμένος στο Du Cange (λ. λουλούδι). Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go