Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουλουδάτος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λουλουδάτος, επίθ.
  • Στολισμένος, υφασμένος με σχήματα λουλουδιών:
    • λουλουδάτο πεύχι που πολυποίκιλες βαφές και σχήματα πολλ’ έχει (Κορων., Μπούας 33 (έκδ. ‑α πεύχη· διόρθ. Κόλιας)).

[<ουσ. λουλούδι + κατάλ. ‑άτος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουλουδάτος -η -ο [luluδátos] Ε3 : (κυρ. για ύφασμα) που είναι διακοσμημένος με λουλούδια (υφασμένα, κεντημένα, τυπωμένα κ.ά.): Λουλουδάτο πουκάμισο / τραπεζομάντιλο.

[μσν. λουλουδάτος < λουλούδ(ι) -άτος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go