Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λουλουδάδικο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουλουδάδικο το [luluδáδiko] Ο41 : (προφ.) ανθοπωλείο, ιδίως υπαίθριο: Aυτή την ώρα τα λουλουδάδικα είναι κλειστά.

[λουλούδ(ι) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες