Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λουκέτο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λουκέτο το [lukéto] Ο39 : είδος κινητής κλειδαριάς: Οι κλέφτες έσπασαν το ~ και μπήκαν στο μαγαζί. ΦΡ βάζω ~, κλείνω οριστικά, κυρίως για επιχειρήσεις: Tο εργοστάσιο / η επιχείρηση / το θέατρο έβαλε ~. H αστυνομία έβαλε ~ σε πολλά κακόφημα κέντρα. βάζω ~ στο στόμα κάποιου, του απαγορεύω να μιλάει. μπαίνει* ~ σε κτ.

[ιταλ. lucchetto]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go