Παράλληλη αναζήτηση
| 159 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- λου το [lú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα λάμδα.
[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα λάμδα με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]
- λούβα η,
- βλ. λώβα.
- λουβί(ο)ν το,
- βλ. λοβίον.
- λουβίζω.
-
- Ξεκοκκίζω·
- φρ. δάκρυα λουβίζω = κλαίω με δάκρυα που κυλούν σαν κόμποι:
- (Κυπρ. ερωτ. 9524).
- φρ. δάκρυα λουβίζω = κλαίω με δάκρυα που κυλούν σαν κόμποι:
[<ουσ. λουβίν + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ. κυπρ. (Σακ. 640, λ. λουβώ και λουβίζω)]
- Ξεκοκκίζω·
- λούγκα η.
-
- Εξοίδημα αδένων, αδενίτιδα (βουβωνική, μασχαλιαία, τραχηλική):
- (Νομοκ. 3859).
[<αλβαν. lungë. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Λουκόπουλος, Λαογρ. 4, 1912-13, 38, Μπόγκας Ά 219, Β́ 146, 225, Λάζαρης 91, Χυτήρης 100, κ.π.α.]
- Εξοίδημα αδένων, αδενίτιδα (βουβωνική, μασχαλιαία, τραχηλική):
- λούγω,
- βλ. λούω.
- λουδοβίκειο το [luδovíkio] Ο42 & λουδοβίκι το [luδovíki] Ο44 : παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα.
[λόγ. Λουδοβίκ(ος) -ειον απόδ. γαλλ. louis (< Louis όν. Γάλλου βασιλιά)· προσαρμ. στη δημοτ. με αποβ. του ο ύστερα από άλλο φων.]
- λούδρος, επίθ.· λούρδος.
-
- Πονηρός, κατεργάρης, παραπειστικός· κολακευτικός, πρόσχαρος:
- έμορφη (ενν. η Ασάνω), γλυκόλογη, καταδεκτική, λούρδα (Συναδ. φ. 90v).
[<βεν. ludro. Ο τ. στο Somav. και σήμ. συν. στο θηλ. ιδιωμ.]
- Πονηρός, κατεργάρης, παραπειστικός· κολακευτικός, πρόσχαρος:
- λουετρόν το,
- βλ. λουτρόν.
- λούζω [lúzo] -ομαι Ρ2.1 : 1. πλένω με νερό και σαπούνι (ή άλλο μέσο) κυρίως το κεφάλι ή όλο το σώμα, κάνω μπάνιο: Θα λουστείς ολόκληρος ή θα λούσεις μόνο το κεφάλι σου; Tα μαλλιά μου είναι λιπαρά και τα ~ κάθε δυο μέρες. Έχει να λουστεί ένα μήνα. Bγήκε έξω λουσμένος και κρυολόγησε. || Λούστηκε στα καθαρά νερά της λίμνης / του ποταμού, μπήκε και κολύμπησε. 2. (μτφ.) α. βρέχω, περιλούζω με άφθονο νερό ή με άλλο υγρό, μουσκεύω: Ήρθε ένα μεγάλο κύμα και μας έλουσε όλους. || ΦΡ λούζομαι στον ιδρώτα, ιδρώνω πάρα πολύ: Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα από την αγωνία / το φόβο / τον πυρετό / την προσπάθεια. με κόβει / με λούζει κρύος ιδρώτας*. λούζομαι στο αίμα, διαβρέχομαι με αίμα (από τραυματισμό, από φόνο). β. για άφθονο, άπλετο φως: Xωριό / σπίτι / λιβάδι λουσμένο στον ήλιο / στο φως του ήλιου. Hθοποιός / τραγουδιστής λουσμένος στο φως των προβολέων. γ. μαλώνω, βρίζω κπ. έντονα, εκτοξεύω αλλεπάλληλες βρισιές: Ήμουν έτοιμος να τον λούσω (με βρισιές) αλλά μπήκε στη μέση ο αδερφός μου. ΦΡ τον έλουσε πατόκορφα*. δ. (οικ.) υφίσταμαι, παθαίνω κτ.: Ό,τι κατηγορούσε, τα λούστηκε. Tον λούστηκα τρεις ολόκληρες ώρες, αναγκάστηκα να τον υποστώ.
[μσν. λούζω < αρχ. λού(ω) μεταπλ. -ζω με βάση το συνοπτ. θ. λουσ-]



