Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λοστρόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοστρόμος ο [lostrómos] Ο18 : βαθμοφόρος του εμπορικού (ναύκληρος) και του πολεμικού ναυτικού.

[ιταλ. nostromo (ανομ. των ρινικών συμφ. [n-m > l-m] ) ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go