Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοξώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λοξώς, επίρρ.
  • Λοξά, πλάγια· (εδώ μεταφ.) με καχυποψία:
    • είς τον άλλον έβλεπον οι άρχοντες εκείνοι λοξώς (Γεωργηλ., Βελ. Λ 154).

[αρχ. επίρρ. λοξώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες