Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λοξοδρόμηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοξοδρόμηση η [loksoδrómisi] Ο33 : 1. η εκτροπή από την ευθεία, από τον ίσιο δρόμο. 2. (μτφ.) η εκτροπή από μια προκαθορισμένη πορεία.

[λόγ. λοξοδρομη- (λοξοδρομώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go