Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοιπός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λοιπός, επίθ.· ελοιπός.
  • α) Υπόλοιπος:
    • (Διγ. A 744), (Σεβήρ., Διαθ. 192109
    • έκφρ. και τα λοιπά = προκ. για όσα παραλείπονται επειδή εύκολα εννοούνται:
      • (Ιστ. πολιτ. 6621
  • β) άλλος, πρόσθετος:
    • τα τερπνά της κάλλη και τα λοιπά χαρίσματα, τά 'χει παρά τας άλλας; (Βέλθ. 679).
  • Το ουδ. ως ουσ. = (προκ. για αριθμητικές πράξεις) υπόλοιπο:
    • άφελε από των δʹ αʹ, λοιπόν γʹ (Rechenb. (Vog.) 1148).

[αρχ. επίθ. λοιπός. Πληθ. ουδ. έλοιπα σήμ. ποντ. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοιπός -ή -ό [lipós] Ε1 : αυτός που σε ένα διαχωρισμό, σε μια απαρίθμηση αποτελεί το περιληπτικά εκφρασμένο υποσύνολο που λείπει για να συμπληρωθεί ένα λίγο πολύ ομοειδές σύνολο: Στην τελετή παρέστησαν ο νομάρχης, ο δήμαρχος και οι λοιπές πολιτικές και στρατιωτικές αρχές της περιοχής. Tο νομοσχέδιο αφορά τους βιομηχάνους, τους βιοτέχνες και τους λοιπούς επαγγελματίες. (έκφρ.) και τα λοιπά (κτλ.) ή και λοιπά (κλπ.), για όσα παραλείπονται, επειδή εννοούνται εύκολα ή δεν έχουν μεγάλη σημασία. του λοιπού, από δω και πέρα, στο εξής.

[λόγ. < αρχ. λοιπός (φρ.: ελνστ. καί τά λοιπά· και λοιπά (κλπ.): μτφρδ. γαλλ. et cetera (etc.))]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες