Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοιδορία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοιδορία η [liδoría] Ο25 : (λόγ.) κακολογία, χλευασμός που απευθύνει κάποιος σε κπ. για να τον προσβάλει, να τον περιγελάσει.

[λόγ. < αρχ. λοιδορία]

[Λεξικό Κριαρά]
λοιδορία η.
  • α) Χλεύη, εμπαιγμός:
    • (Διήγ. παιδ. 777
  • β) μομφή, κακολογία:
    • (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2659).

[αρχ. ουσ. λοιδορία. Η λ. και σήμ. λόγ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες