Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογόσπασμος ο [loγóspazmos] Ο20 : διαταραχή του λόγου, που οφείλεται σε νεύρωση ή σε συγκίνηση και συνίσταται στην επανάληψη ή στη δυσκολία άρθρωσης συλλαβών ή λέξεων· (πρβ. τραυλισμός).
[λόγ. λογο- + σπασμ(ός) -ος]