Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογόσπασμος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογόσπασμος ο [loγóspazmos] Ο20 : διαταραχή του λόγου, που οφείλεται σε νεύρωση ή σε συγκίνηση και συνίσταται στην επανάληψη ή στη δυσκολία άρθρωσης συλλαβών ή λέξεων· (πρβ. τραυλισμός).

[λόγ. λογο- + σπασμ(ός) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες