Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λογχοφόρος ο.
-
- Στρατιώτης οπλισμένος με λόγχη:
- (Αξαγ., Κάρολ. Έ 512).
[αρχ. ουσ. λογχοφόρος. Η λ. και σήμ.]
- Στρατιώτης οπλισμένος με λόγχη:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογχοφόρος -α -ο [loŋxofóros] Ε4 : που είναι οπλισμένος με λόγχη2: Λογχοφόροι ιππείς. || (ως ουσ.) οι λογχοφόροι, ειδικό στρατιωτικό σώμα ιππέων, που ήταν οπλισμένοι με λόγχες.
[λόγ. < αρχ. λογχοφόρος `οπλισμένος με ακόντιο΄]



