Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λογχεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
λογχεύω· λογχεύγω· λοχεύω.
  • Τρυπώ με λόγχη, λογχίζω:
    • επήρασι το εδικόν του κοντάρι και τον ελόγχευαν (Μαρτύρ. αγ. Νικολ. 165164
    • η λογχευμένη σου (ενν. του Χριστού) πλευρά (Σκλέντζα, Ποιήμ. 23
    • (μεταφ.):
      • Δεν έν’ τινάς να μην σε ιδεί να μην τονε λοχέψεις με τα ζαφειρομάτια σου (Ch. pop. 514).

[μτγν. λογχεύω. Ο τ. ‑εύγω στο Somav. Ο τ. λοχ‑ και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες