Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογοκλόπος ο [loγoklópos] Ο18 : αυτός που με ανήθικο, παράνομο τρόπο ιδιοποιείται ξένη πνευματική περιουσία: Ενώ παρουσιαζόταν ως σπουδαίος συγγραφέας / επιστήμονας / λογοτέχνης, αποδείχτηκε μεγάλος ~.
[λόγ. λογοκλοπ(ή) -ος (αναδρ. σχημ.)]



