Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λογοδοτώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογοδοτώ [loγoδotó] Ρ10.9α : δίνω λόγο, αποδίδω λογαριασμό, απολογούμαι για πράξεις και ενέργειές μου (ιδ. για πρόσωπα που έχουν ασκήσει κάποια εξουσία ή διαχειρίστηκαν κτ. από υπεύθυνη θέση): Οι υπεύθυνοι θα λογοδοτήσουν στη δικαιοσύνη. Kάποτε θα λογοδοτήσει για τα εγκλήματά του.

[λόγ. < μσν. λογοδότ(ης) `που λογοδοτεί΄ < λογο- + -δότης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go