Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λογιοτατισμός ο [lοjiotatizmós] Ο17 : τάση ορισμένων λογίων, σε παλαιότερες εποχές, να χρησιμοποιούν στο λόγο τους αρχαϊσμούς.
[λόγ. λογιότατ(ος) (κατά το ελνστ. λογιώτατοι υπερθ. του επιθ. λόγιος για μάντεις) -ισμός]



