Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λογαρίζω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
λογαρίζω.
  • 1) Υπολογίζω· μετρώ:
    • (Πεντ. Έξ. XXXI 4).
  • 2) Σχεδιάζω:
    • ελογαρίζαν με καιρούς και χρόνους θέλουν κάμει (Πένθ. θαν. (Knös) f. 12r).

[<ουσ. λογάρι + κατάλ. ‑ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go