Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λογής
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λογής [lojís] & (στον πληθ.) λογιών [lojón] Ο : δηλώνει κατηγορία ή ποιότητα· (πρβ. είδοςII2): ~ άνθρωπος είναι;, τι είδους (καλός, κακός κτλ.); Έχω δύο λογιών κρασί, γλυκό και μπρούσικο, δυο ειδών. Kάθε ~, κάθε είδους. || (συχνά με επανάληψη) ~ ~ ή λογιών λογιών, πολλών και διαφορετικών ειδών: ~ ~ άνθρωποι / ζώα / λουλούδια / φαγητά / φρούτα.

[ελνστ. λογή στη γεν. (εν. και πληθ.) και με επανάληψη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go