Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοβιτουρατζής ο [lovituradzís] Ο8 : (λαϊκ.) αυτός που κάνει λοβιτούρες, που ζει από αυτές, απατεώνας: Σήμερα μόνο οι λοβιτουρατζήδες και οι απατεώνες προκόβουν.
[λοβιτούρ(α) -ατζής]



