Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λοβιτουρατζής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λοβιτουρατζής ο [lovituradzís] Ο8 : (λαϊκ.) αυτός που κάνει λοβιτούρες, που ζει από αυτές, απατεώνας: Σήμερα μόνο οι λοβιτουρατζήδες και οι απατεώνες προκόβουν.

[λοβιτούρ(α) -ατζής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες