Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λοβεκτομή η [lovektomí] Ο29 : (ιατρ.) χειρουργική επέμβαση με την οποία αφαιρείται ο λοβός κάποιου οργάνου του ανθρώπινου σώματος.
[λόγ. λοβ(ός) + -εκτομή μτφρδ. διεθ. lobotomy]



