Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιχούδης -α -ικο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιχούδης -α -ικο [lixúδis] Ε9 : (οικ.) που ορέγεται, που επιθυμεί πολύ κτ. (κυρ. φαγητά και γλυκά)· λαίμαργος. || (ως ουσ.).

[μσν. λιχούδης < αρχ. λείχ(ω) `γλείφω΄ -ούδης (< -ούδ(ι) -ης) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go