Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιχανός ο [lixanós] Ο17 : (λόγ.) το δεύτερο δάχτυλο του χεριού μετά τον αντίχειρα, ο δείκτης.
[λόγ. < αρχ. λιχανός]
[Λεξικό Κριαρά]
- λιχανός, επίθ.
-
- Έκφρ. ο λιχανός δάκτυλος = ο δείκτης του χεριού:
- (Ιερακοσ. 43224).
[αρχ. επίθ. λιχανός. Το αρσ. ως ουσ. και σήμ.]
- Έκφρ. ο λιχανός δάκτυλος = ο δείκτης του χεριού:



