Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιτανεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιτανεύω [litanévo] Ρ5.1α : 1. κάνω λιτανεία ή συμμετέχω σε αυτή. 2. περιφέρω ένα ιερό αντικείμενο (κυρ. εικόνα ή λείψανα αγίων) παρακαλώντας για κτ.

[λόγ. < μσν. λιτανεύω, αρχ. σημ.: `ικετεύω΄ κατά την εξέλιξη της σημ. της λ. λιτανεία]

[Λεξικό Κριαρά]
λιτανεύω· αόρ. ελιτάνεσσα.
  • Ά Μτβ.
    • 1) Ικετεύω, παρακαλώ θερμά:
      • (Βίος Αλ. 2294).
    • 2) Περιφέρω κάπ. ιερό αντικείμενο σε λιτανεία:
      • εις το γέννημάν της (ενν. της ακρίδας) λιτανεύουν το εικόνισμαν (Μαχ. 408).
  • Β́ (Αμτβ.) συμμετέχω σε λιτανεία:
    • εβγάνουσι την αγίαν εικόνα και γυρίζουν την όλην την χώραν και ελιτανεύαμεν τρεις ημέρες (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 462).

[αρχ. λιτανεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες