Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιποτακτώ
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιποτακτώ [lipotaktó] Ρ10.9α : 1. (στρατ.) εγκαταλείπω χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού: Όποιος λιποτακτεί σε καιρό πολέμου, θεωρείται ένοχος εσχάτης προδοσίας. 2. (μτφ.) εγκαταλείπω τους συναγωνιστές μου, τις κοινές προσπάθειες ή τους κοινούς αγώνες.

[λόγ. < ελνστ. λιποτακτῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
λιποτακτώ· μτχ. παθ. αορ. λιποταχθείσα.
  • Εγκαταλείπω τη θέση, το καθήκον μου:
    • την λιποταχθείσαν ημών μοίραν (Θεολ., Τζίρ. 35628).

[μτγν. λιποτακτέω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go