Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιποτάκτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιποτάκτης ο [lipotáktis] Ο10 : 1. στρατιωτικός που εγκαταλείπει χωρίς άδεια τις τάξεις του στρατού: Tον κήρυξαν λιποτάκτη και τον ψάχνει η στρατιωτική αστυνομία. 2. (μτφ.) αυτός που εγκαταλείπει τους συναγωνιστές του, τις κοινές προσπάθειες, τους κοινούς αγώνες.

[λόγ. < ελνστ. λιποτάκτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go