Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιποθυμία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιποθυμία η [lipoθimía] Ο25 : ξαφνική και προσωρινή απώλεια των αισθήσεων, που οφείλεται σε κυκλοφοριακή διαταραχή του εγκεφάλου, λιγοθυμία: Tου ήρθε ~ ενώ οδηγούσε. Έχω τάσεις λιποθυμίας.

[λόγ. < αρχ. λιποθυμία]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιποθυμιά η [lipoθimná] Ο24 : (προφ.) η λιποθυμία.

[λόγ. < αρχ. λιποθυμία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
λιποθυμία η.
  • Λιποθυμία:
    • (Λίβ. Sc. 2576).

[αρχ. ουσ. λιποθυμία. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες