Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπαντήριο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιπαντήριο το [lipandírio] Ο42 : ειδικός χώρος όπου εκτελείται η εργασία της λίπανσης μηχανών και μηχανισμών: Πλυντήρια-λιπαντήρια αυτοκινήτων.

[λόγ. λιπαν- (λιπαίνω) -τήριον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες