Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιπανάβατος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
λιπανάβατος, επίθ.
  • (Προκ. για ψωμί, κ.τ.ό.) που δεν «ανέβηκε», δε φούσκωσε κανονικά, γιατί ζυμώθηκε με λίγο ή χωρίς προζύμι, άζυμος:
    • προφούρνιν λιπανάβατον (Προδρ. ΙΙ 26-7 χφ H κριτ. υπ. (χφ προφρού‑)
    • πίττες λιπανάβατες (Πεντ. Λευιτ. ΙΙ 4).
  • Το ουδ. ως ουσ. = το άζυμο ψωμί που έτρωγαν οι Εβραίοι κατά την περίοδο του Πάσχα και της γιορτής των Αζύμων:
    • εφτά μέρες να φας … λιπανάβατα ψωμί φτωχικό (Πεντ. Δευτ. XVI 3· Δευτ. XVI 8
    • έκφρ. εορτή των λιπαναβάτων = η εβραϊκή γιορτή των Αζύμων:
      • (Πεντ. Έξ. XXIII 15).

[<θ. λιπ‑ του β́ αορ. του λείπω + επίθ. αναβατός (βλ. ά.). Το ουδ. στο Meursius (λειπανάβατα) και σήμ. ποντ.· πβ. τ. λειψανάβατο στο Somav. και σήμ. κρητ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιπανάβατος -η -ο [lipanávatos] Ε5 : (λαϊκότρ., για ψωμί) το άζυμο ή αυτό που λόγω ανεπαρκούς ζύμης δεν ανέβηκε, δε φούσκωσε καλά. || (γενικότ.) αυτός που στο ψήσιμο δεν ανέβηκε, δεν ψήθηκε καλά: Tα τσουρέκια είναι λιπανάβατα.

[μσν. λιπανάβατος < λιπ- (συνοπτ. θ. του αρχ. λείπω, δες στο λιπο- 1) `είμαι λειψός΄ + μσν. ανάβατον `μαγιά΄ < αρχ. ἀναβα- θ. του ἀναβαίνω `ανεβαίνω΄ -τον, ουδ. του -τος (διαφ. το συγγ. αρχ. ἀναβατός `που μπορεί να τον σκαρφαλώσει κανείς΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες