Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιοπύρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιοπύρι το [lopíri] Ο44 : η υπερβολική ζέστη από την ηλιακή ακτινοβολία, ο καύσωνας: Bαδίζαμε ώρες μέσα στο ~.

[λιο- 1 + πύρ(α) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go