Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λιονταρίσιος -α -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιονταρίσιος -α -ο [londarísos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο λιοντάρι ή που μοιάζει με αυτό: Λιονταρίσια χαίτη / καρδιά. Λιονταρίσιο κεφάλι. λιονταρίσια ΕΠIΡΡ κατά τρόπο που μοιάζει με του λιονταριού: Πολέμησαν ~.

[λιοντάρ(ι) -ίσιος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go