Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- λινόσπορος ο.
-
- Σπόρος λιναριού:
- σευκλόφυλλα ψήσε και λινόσπορον (Ιατροσόφ. 8510).
[<ουσ. λίνον + σπόρος. Η λ. στον Κουμαν. και σήμ. ποντ.]
- Σπόρος λιναριού:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<ουσ. λίνον + σπόρος. Η λ. στον Κουμαν. και σήμ. ποντ.]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |