Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: λινάρι
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λινάρι το [linári] Ο44 : ποώδες φυτό που οι ίνες του χρησιμοποιούνται ως κλωστική ύλη. ΦΡ τραβώ* του λιναριού τα πάθη.

[μσν. λινάρι(ν) < ελνστ. λινάριον υποκορ. του αρχ. λίνον]

[Λεξικό Κριαρά]
λινάριν το· λινάρι.
  • α) Το φυτό λινάρι:
    • λινάρι καλαμωτό (Πεντ. Έξ. IX 31
  • β) κλωστική ύλη από το λινάρι:
    • να 'πιχειρίζουνταν (ενν. οι γυναίκες) την ρόκα και λινάρι … να κλώθουν (Διγ. Ο 2908
  • γ) λινή κλωστή:
    • Μη φορέσεις δίλογο, μαλλί και λινάρι αντάμα (Πεντ. Δευτ. XXII 11).

[μτγν. ουσ. λινάριον. Η λ. και σήμ. ποντ. Ο τ. στο Meursius (‑η) και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go