Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμοκτονώ
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμοκτονώ [limoktonó] Ρ10.9α : 1. πεθαίνω από έλλειψη τροφής, από ασιτία: Yπάρχουν ακόμα και σήμερα χώρες όπου τμήματα του πληθυσμού λιμοκτονούν. 2. υποφέρω πολύ από παρατεταμένη στέρηση τροφής ή των αναγκαίων, εξαιτίας μεγάλης φτώχειας, ανέχειας· πεινώ: Είναι πολύν καιρό άνεργος και η οικογένειά του λιμοκτονεί.

[λόγ. < αρχ. λιμοκτονῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
λιμοκτονώ· μτχ. παρκ. λιμοκτονισμένος.
  • I. Ενεργ.
    • Ά (Αμτβ.) υποφέρω από λιμό, πείνα:
      • τους αποκλείσασι κι όλοι λιμοκτονούσαν χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί (Κορων., Μπούας 17).
    • Β́ (Μτβ.) θανατώνω με λιμό, επιβάλλω, προκαλώ λιμοκτονία:
      • πάντας … εγκλείστους υπό ασιτίας λιμοκτονήσας ένεκα χρυσού και αργύρου (Δούκ. 10324).
  • IΙ. Μέσ.
    • 1) Πεινώ πολύ, υποφέρω από πείνα:
      • Οι … πένητες και λιμοκτονισμένοι (Προδρ. ΙΙ 82 χφ Η κριτ. υπ).
    • 2) Πεθαίνω από ασιτία, πείνα:
      • (Φυσιολ. 34920‑1
      • (μεταφ. προκ. για πνευματικό θάνατο):
        • Πλείον γαρ τῳ νόμῳ προσέχοντες οι Ιουδαίοι ελιμοκτονήθησαν (Φυσιολ. 34910).

[αρχ. λιμοκτονέω. Τ. ‑χτ‑σήμ. κυπρ. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες