Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- λιμνοθάλασσα η [limnoθálasa] Ο27 : λίμνη με αλμυρό νερό, που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα και συνήθ. επικοινωνεί με αυτήν. || (επέκτ.) αβαθής θαλάσσια περιοχή που περιβάλλεται από νησάκια ή από άλλα φυσικά ή τεχνητά φράγματα: H ~ του Mεσολογγίου.
[λόγ. < αρχ. λιμνοθάλασσα]



