Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: λιμναίος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
λιμναίος -α -ο [limnéos] Ε4 : που ανήκει ή που αναφέρεται, που υπάρχει, ζει ή αναπτύσσεται (μέσα ή κοντά) σε λίμνη: Λιμναία φυτά. Λιμναίοι οικισμοί / πολιτισμοί.

[λόγ. < αρχ. λιμναῖος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες